- ὁρμητικά
- ὁρμητικόςimpetuousneut nom/voc/acc plὁρμητικά̱ , ὁρμητικόςimpetuousfem nom/voc/acc dualὁρμητικά̱ , ὁρμητικόςimpetuousfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁρμητικάς — ὁρμητικά̱ς , ὁρμητικός impetuous fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαιγίζω — (Α) 1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώ («οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) 2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα 3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά 4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με… … Dictionary of Greek
αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… … Dictionary of Greek
αιγανέη — αἰγανέη, η (Α) λόγχη κυνηγετική, ακόντιο (τής ομηρικής εποχης)· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. παράγωγο ενός τ. *αἴγ ανον, δηλωτικού κάποιου «ριπτομένου οργάνου, ακοντίου» (πρβλ. δρέπ ανον, φάσγ ανον κ.τ.ό.), από την ΙΕ ρίζα *aiĝ («κινούμαι… … Dictionary of Greek
εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… … Dictionary of Greek
εξορμώ — (I) (AM ἐξορμῶ, άω) [ορμώ] 1. βγαίνω ορμητικά, ξεκινώ με ορμή 2. επιτίθεμαι ορμητικά εναντίον κάποιου νεοελλ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι αρχ. 1. στέλνω στον πόλεμο 2. παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. κινώ προς τα έξω 4. μέσ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι 5.… … Dictionary of Greek
επαΐσσω — ἐπαΐσσω (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ ἄρ ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.) (και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ ἐπάξας… … Dictionary of Greek
επεισπηδώ — ἐπεισπηδῶ, άω (A) [εισπηδώ] 1. πηδώ μέσα ορμητικά (α. «τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον» σκότωναν αυτούς που πηδούσαν ορμητικά μέσα στις τάφρους, Ξεν. β. ἐγὼ δ ἐπεισπηδῶν γε τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω» κι εγώ πηδώντας,… … Dictionary of Greek
επικυμαίνω — ἐπικυμαίνω (AM) [κυμαίνω] ρέω ορμητικά, ξεσπώ εναντίον («ποταμοί... μεγάλοι τῇ θαλάσσῃ ἐπικυμαίνοντες») μσν. 1. πλημμυρίζω («ἀνὰ τὸ ἄστυ ἐπικυμαίνεται θρῆνος») αρχ. 1. (για στρατό) εισβάλλω ορμητικά («τοῑς ἱππεῡσιν... ἐπικυμαίνειν τὴν φάλαγγα»,… … Dictionary of Greek
καταίγδην — (Α) επίρρ. ορμητικά, βίαια, σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] … Dictionary of Greek